υπέροφρυς

υπέροφρυς
-υ / ὑπέροφρυς, -υ, ΝΜΑ
υπερόπτης, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ὀφρύς «φρύδι» (πρβλ. ἔν-οφρυς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπεροφρυάζω — Μ [ὑπέροφρυς] είμαι υπέροφρυς, υπεροπτικός …   Dictionary of Greek

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • υπεροφρυοβλέφαρος — ον, Μ υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέροφρυς + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. σοβαρο βλέφαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”